εφησυχασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εφησυχασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εφησυχάζω
Μετοχή
επεξεργασία
εφησυχασμένος -η -ο
- που έχει εφησυχάσει, που αδικαιολόγητα έχει πάψει να ανησυχεί για το τι συμβαίνει γύρω του
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εφησυχασμένος