βαρεμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαρώ
Μετοχή επεξεργασία
βαρεμένος, -η, -ο
- που τον έχουν βαρέσει, δαρμένος
- (μεταφορικά) παράλογος ή τρελός
- μη δίνεις σημασία, ο άνθρωπος είναι βαρεμένος
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαρεμένος
|