Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρεμένος η βαρεμένη το βαρεμένο
      γενική του βαρεμένου της βαρεμένης του βαρεμένου
    αιτιατική τον βαρεμένο τη βαρεμένη το βαρεμένο
     κλητική βαρεμένε βαρεμένη βαρεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρεμένοι οι βαρεμένες τα βαρεμένα
      γενική των βαρεμένων των βαρεμένων των βαρεμένων
    αιτιατική τους βαρεμένους τις βαρεμένες τα βαρεμένα
     κλητική βαρεμένοι βαρεμένες βαρεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαρώ

  Μετοχή επεξεργασία

βαρεμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν βαρέσει, δαρμένος
  2. (μεταφορικά) παράλογος ή τρελός
    μη δίνεις σημασία, ο άνθρωπος είναι βαρεμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία