carelessly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | carelessly |
συγκριτικός | more carelessly |
υπερθετικός | most carelessly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαcarelessly (en)
- απρόσεκτα
- ⮡ He is driving carelessly.
- Οδηγεί απρόσεκτα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη recklessly
- ⮡ He is driving carelessly.
- αμέριμνα, που δεν έχει έγνοιες, φροντίδες, υποχρεώσεις