παραθετικά
θετικός carelessly
συγκριτικός more carelessly
υπερθετικός most carelessly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
carelessly < careless + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

carelessly (en)

  1. απρόσεκτα
    ⮡  He is driving carelessly.
    Οδηγεί απρόσεκτα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη recklessly
  2. αμέριμνα, που δεν έχει έγνοιες, φροντίδες, υποχρεώσεις
    ⮡  He sits/sleeps carelessly.
    Kάθεται/κοιμάται αμέριμνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη leisurely