παραθετικά
θετικός careless
συγκριτικός more careless
υπερθετικός most careless

  Ετυμολογία

επεξεργασία
careless < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkeə.ləs/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈker.ləs/ (ΗΠΑ)
 

  Επίθετο

επεξεργασία

careless (en)

  1. απρόσεκτος
  2. που δεν ανησυχεί για κάτι, ο αμέριμνος
     συνώνυμα: carefree

Συγγενικά

επεξεργασία