Ετυμολογία

επεξεργασία
απροκαλύπτως < ελληνιστική κοινή ἀπροκαλύπτως[1] < ἀπροκάλυπτος < αρχαία ελληνική προκαλύπτω < πρό + καλύπτω

  Επίρρημα

επεξεργασία

απροκαλύπτως

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • απροκαλύπτως - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  1. ἀπροκάλυπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.