aperto
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aperto < προκύπτει από το aprire
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aperto | aperti |
θηλυκό | aperta | aperte |
aperto (it)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aperto | aperti |
θηλυκό | aperta | aperte |
aperto (it)