ostensible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαostensible (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ostensible | ostensibles |
ostensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ostensible (en)
ενικός | πληθυντικός |
ostensible | ostensibles |
ostensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό