Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ostensible
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Επίθετο
2.1.1
Συγγενικά
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ostensible
(en)
φανερός
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
obvious
φαινομενικός
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
ostensible
ostensibles
ostensible
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό
φανερός
,
απροκάλυπτος
επιφανειακός
,
επιπόλαιος
Συγγενικά
επεξεργασία
ostensiblement