Ουσιαστικό

επεξεργασία

ostensible (en)

  1. φανερός
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη obvious
  2. φαινομενικός



      ενικός         πληθυντικός  
ostensible ostensibles

ostensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φανερός, απροκάλυπτος
  2. επιφανειακός, επιπόλαιος

Συγγενικά

επεξεργασία