εξαργυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαργυρώνω < αρχαία ελληνική ἐξαργυρόω / ἐξαργυρῶ
Ρήμα
επεξεργασίαεξαργυρώνω (παθητική φωνή: εξαργυρώνομαι)
- μετατρέπω σε μετρητά τίτλους με χρηματική αξία (π.χ. επιταγές, μάρκες στο καζίνο κλπ)
- ※ Η επιταγή δεν εξαργυρώθηκε ποτέ
- (μειωτικό) ζητάω την ανταμοιβή για κάποια εξυπηρέτηση ή υποχώρηση που έκανα
- ※ Φίλε μου, πρέπει κι εγώ να εξαργυρώσω. Για να προσλάβουν πέρσι την κόρη σου, φίλησα κατουρημένες ποδιές
Συγγενικά
επεξεργασία- ανεξαργύρωτος
- εξαργυρωμένος
- εξαργύρωση
- εξαργυρώσιμος
- → δείτε τη λέξη αργυρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαργυρώνω | εξαργύρωνα | θα εξαργυρώνω | να εξαργυρώνω | εξαργυρώνοντας | |
β' ενικ. | εξαργυρώνεις | εξαργύρωνες | θα εξαργυρώνεις | να εξαργυρώνεις | εξαργύρωνε | |
γ' ενικ. | εξαργυρώνει | εξαργύρωνε | θα εξαργυρώνει | να εξαργυρώνει | ||
α' πληθ. | εξαργυρώνουμε | εξαργυρώναμε | θα εξαργυρώνουμε | να εξαργυρώνουμε | ||
β' πληθ. | εξαργυρώνετε | εξαργυρώνατε | θα εξαργυρώνετε | να εξαργυρώνετε | εξαργυρώνετε | |
γ' πληθ. | εξαργυρώνουν(ε) | εξαργύρωναν εξαργυρώναν(ε) |
θα εξαργυρώνουν(ε) | να εξαργυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαργύρωσα | θα εξαργυρώσω | να εξαργυρώσω | εξαργυρώσει | ||
β' ενικ. | εξαργύρωσες | θα εξαργυρώσεις | να εξαργυρώσεις | εξαργύρωσε | ||
γ' ενικ. | εξαργύρωσε | θα εξαργυρώσει | να εξαργυρώσει | |||
α' πληθ. | εξαργυρώσαμε | θα εξαργυρώσουμε | να εξαργυρώσουμε | |||
β' πληθ. | εξαργυρώσατε | θα εξαργυρώσετε | να εξαργυρώσετε | εξαργυρώστε | ||
γ' πληθ. | εξαργύρωσαν εξαργυρώσαν(ε) |
θα εξαργυρώσουν(ε) | να εξαργυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαργυρώσει | είχα εξαργυρώσει | θα έχω εξαργυρώσει | να έχω εξαργυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαργυρώσει | είχες εξαργυρώσει | θα έχεις εξαργυρώσει | να έχεις εξαργυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαργυρώσει | είχε εξαργυρώσει | θα έχει εξαργυρώσει | να έχει εξαργυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαργυρώσει | είχαμε εξαργυρώσει | θα έχουμε εξαργυρώσει | να έχουμε εξαργυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαργυρώσει | είχατε εξαργυρώσει | θα έχετε εξαργυρώσει | να έχετε εξαργυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαργυρώσει | είχαν εξαργυρώσει | θα έχουν εξαργυρώσει | να έχουν εξαργυρώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαργυρώνομαι | εξαργυρωνόμουν(α) | θα εξαργυρώνομαι | να εξαργυρώνομαι | ||
β' ενικ. | εξαργυρώνεσαι | εξαργυρωνόσουν(α) | θα εξαργυρώνεσαι | να εξαργυρώνεσαι | (εξαργυρώνου) | |
γ' ενικ. | εξαργυρώνεται | εξαργυρωνόταν(ε) | θα εξαργυρώνεται | να εξαργυρώνεται | ||
α' πληθ. | εξαργυρωνόμαστε | εξαργυρωνόμαστε εξαργυρωνόμασταν |
θα εξαργυρωνόμαστε | να εξαργυρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εξαργυρώνεστε | εξαργυρωνόσαστε εξαργυρωνόσασταν |
θα εξαργυρώνεστε | να εξαργυρώνεστε | (εξαργυρώνεστε) | |
γ' πληθ. | εξαργυρώνονται | εξαργυρώνονταν εξαργυρωνόντουσαν |
θα εξαργυρώνονται | να εξαργυρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαργυρώθηκα | θα εξαργυρωθώ | να εξαργυρωθώ | εξαργυρωθεί | ||
β' ενικ. | εξαργυρώθηκες | θα εξαργυρωθείς | να εξαργυρωθείς | εξαργυρώσου | ||
γ' ενικ. | εξαργυρώθηκε | θα εξαργυρωθεί | να εξαργυρωθεί | |||
α' πληθ. | εξαργυρωθήκαμε | θα εξαργυρωθούμε | να εξαργυρωθούμε | |||
β' πληθ. | εξαργυρωθήκατε | θα εξαργυρωθείτε | να εξαργυρωθείτε | εξαργυρωθείτε | ||
γ' πληθ. | εξαργυρώθηκαν εξαργυρωθήκαν(ε) |
θα εξαργυρωθούν(ε) | να εξαργυρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξαργυρωθεί | είχα εξαργυρωθεί | θα έχω εξαργυρωθεί | να έχω εξαργυρωθεί | εξαργυρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξαργυρωθεί | είχες εξαργυρωθεί | θα έχεις εξαργυρωθεί | να έχεις εξαργυρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξαργυρωθεί | είχε εξαργυρωθεί | θα έχει εξαργυρωθεί | να έχει εξαργυρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαργυρωθεί | είχαμε εξαργυρωθεί | θα έχουμε εξαργυρωθεί | να έχουμε εξαργυρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξαργυρωθεί | είχατε εξαργυρωθεί | θα έχετε εξαργυρωθεί | να έχετε εξαργυρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαργυρωθεί | είχαν εξαργυρωθεί | θα έχουν εξαργυρωθεί | να έχουν εξαργυρωθεί |