Ετυμολογία

επεξεργασία
εξαργυρώνω < αρχαία ελληνική ἐξαργυρόω / ἐξαργυρῶ

εξαργυρώνω (παθητική φωνή: εξαργυρώνομαι)

  1. μετατρέπω σε μετρητά τίτλους με χρηματική αξία (π.χ. επιταγές, μάρκες στο καζίνο κλπ)
    ※  Η επιταγή δεν εξαργυρώθηκε ποτέ
  2. (μειωτικό) ζητάω την ανταμοιβή για κάποια εξυπηρέτηση ή υποχώρηση που έκανα
    ※  Φίλε μου, πρέπει κι εγώ να εξαργυρώσω. Για να προσλάβουν πέρσι την κόρη σου, φίλησα κατουρημένες ποδιές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία