Ετυμολογία

επεξεργασία

εξαργυρώνω (παθητική φωνή: εξαργυρώνομαι)

  1. μετατρέπω σε μετρητά τίτλους με χρηματική αξία (π.χ. επιταγές, μάρκες στο καζίνο κλπ)
      Η επιταγή δεν εξαργυρώθηκε ποτέ
  2. (μειωτικό) ζητάω την ανταμοιβή για κάποια εξυπηρέτηση ή υποχώρηση που έκανα
      Φίλε μου, πρέπει κι εγώ να εξαργυρώσω. Για να προσλάβουν πέρσι την κόρη σου, φίλησα κατουρημένες ποδιές

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία