εξαργυρωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξαργυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαργυρώνω
Μετοχή επεξεργασία
εξαργυρωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη εξαργυρώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαργυρωμένος
|
εξαργυρωμένος, -η, -ο
|