εξαργυρώσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαργυρώσιμος < εξαργυρώνω + -σιμος
Επίθετο
επεξεργασίαεξαργυρώσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να εξαργυρωθεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εξαργυρώνω και αργυρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαργυρώσιμος
|