Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαργυρώσιμος η εξαργυρώσιμη το εξαργυρώσιμο
      γενική του εξαργυρώσιμου της εξαργυρώσιμης του εξαργυρώσιμου
    αιτιατική τον εξαργυρώσιμο την εξαργυρώσιμη το εξαργυρώσιμο
     κλητική εξαργυρώσιμε εξαργυρώσιμη εξαργυρώσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαργυρώσιμοι οι εξαργυρώσιμες τα εξαργυρώσιμα
      γενική των εξαργυρώσιμων των εξαργυρώσιμων των εξαργυρώσιμων
    αιτιατική τους εξαργυρώσιμους τις εξαργυρώσιμες τα εξαργυρώσιμα
     κλητική εξαργυρώσιμοι εξαργυρώσιμες εξαργυρώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαργυρώσιμος < εξαργυρώνω + -σιμος

  Επίθετο επεξεργασία

εξαργυρώσιμος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία