cash
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- τα μετρητά, χρήματα
- ⮡ I usually prefer to pay (with) cash.
- Προτιμώ συνήθως να πληρώνω με μετρητά.
- ⮡ We’re giving a 10% discount for payments in cash.
- Δίνουμε έκπτωση 10% για πληρωμές τοις μετρητοίς.
- ⮡ I usually prefer to pay (with) cash.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | cash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cashes |
αόριστος | cashed |
παθητική μετοχή | cashed |
ενεργητική μετοχή | cashing |
cash (en)
- εξαργυρώνω επιταγές σε μετρητά
- ⮡ I am cashing the check.
- Εξαργυρώνω την επιταγή.
- ⮡ I am cashing the check.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cash < (άμεσο δάνειο) αγγλική cash
Επίρρημα
επεξεργασίαcash (fr)