Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τοις μετρητοίς < (καθαρεύουσα ) τοῖς μετρητοῖς (δοτική της καθομιλουμένης του μετρητά) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fr

  Έκφραση επεξεργασία

τοις μετρητοίς

Εκφράσεις επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία