τοις μετρητοίς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τοις μετρητοίς < (καθαρεύουσα ) τοῖς μετρητοῖς (δοτική της καθομιλουμένης του μετρητά) < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fr
Έκφραση
επεξεργασίατοις μετρητοίς
- ((οικονομία), με επιρρηματική σημασία) σε μετρητά, με άμεση καταβολή του αντιτίμου
- ⮡ θα πληρώσετε με κάρτα ή τοις μετρητοίς;