Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.liˈme.ni/
Ομώνυμα / Ομόηχα: καλυμμένοι

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

καλυμμένη