Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερκαλυμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Δείτε επίσης
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υπερκαλυμμέν
ος
η
υπερκαλυμμέν
η
το
υπερκαλυμμέν
ο
γενική
του
υπερκαλυμμέν
ου
της
υπερκαλυμμέν
ης
του
υπερκαλυμμέν
ου
αιτιατική
τον
υπερκαλυμμέν
ο
την
υπερκαλυμμέν
η
το
υπερκαλυμμέν
ο
κλητική
υπερκαλυμμέν
ε
υπερκαλυμμέν
η
υπερκαλυμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υπερκαλυμμέν
οι
οι
υπερκαλυμμέν
ες
τα
υπερκαλυμμέν
α
γενική
των
υπερκαλυμμέν
ων
των
υπερκαλυμμέν
ων
των
υπερκαλυμμέν
ων
αιτιατική
τους
υπερκαλυμμέν
ους
τις
υπερκαλυμμέν
ες
τα
υπερκαλυμμέν
α
κλητική
υπερκαλυμμέν
οι
υπερκαλυμμέν
ες
υπερκαλυμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
υπερκαλυμμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
υπερκαλύπτω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
υπέρ
καλυμμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερκαλυμμένος