Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερκαλύπτω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑπερκαλύπτω (ήδη το 1887 [1]). Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + καλύπτω [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.peɾ.kaˈli.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐κα‐λύ‐πτω

υπερκαλύπτω, αόρ.: υπερκάλυψα, παθ.φωνή: υπερκαλύπτομαι, π.αόρ.: υπερκαλύφθηκα, μτχ.π.π.: υπερκαλυμμένος

  • καλύπτω πλήρως, περισσότερο απ' ό,τι είναι απαραίτητο, έχοντας και περίσσευμα
    ⮡  τα έσοδα υπερκάλυψαν τις δαπάνες
    ⮡  Η ανάγκη για φιάλες αίματος υπερκαλύφθηκε από τη συγκινητική προσφορά του κοινού.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. {σελ. 1040, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. υπερκαλύπτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας