υπερκαλύπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερκαλύπτω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑπερκαλύπτω (ήδη το 1887 [1]). Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + καλύπτω [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peɾ.kaˈli.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐κα‐λύ‐πτω
Ρήμα
επεξεργασίαυπερκαλύπτω, αόρ.: υπερκάλυψα, παθ.φωνή: υπερκαλύπτομαι, π.αόρ.: υπερκαλύφθηκα, μτχ.π.π.: υπερκαλυμμένος
- καλύπτω πλήρως, περισσότερο απ' ό,τι είναι απαραίτητο, έχοντας και περίσσευμα
- ⮡ τα έσοδα υπερκάλυψαν τις δαπάνες
- ⮡ Η ανάγκη για φιάλες αίματος υπερκαλύφθηκε από τη συγκινητική προσφορά του κοινού.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερκαλύπτω | υπερκάλυπτα | θα υπερκαλύπτω | να υπερκαλύπτω | υπερκαλύπτοντας | |
β' ενικ. | υπερκαλύπτεις | υπερκάλυπτες | θα υπερκαλύπτεις | να υπερκαλύπτεις | υπερκάλυπτε | |
γ' ενικ. | υπερκαλύπτει | υπερκάλυπτε | θα υπερκαλύπτει | να υπερκαλύπτει | ||
α' πληθ. | υπερκαλύπτουμε | υπερκαλύπταμε | θα υπερκαλύπτουμε | να υπερκαλύπτουμε | ||
β' πληθ. | υπερκαλύπτετε | υπερκαλύπτατε | θα υπερκαλύπτετε | να υπερκαλύπτετε | υπερκαλύπτετε | |
γ' πληθ. | υπερκαλύπτουν(ε) | υπερκάλυπταν υπερκαλύπταν(ε) |
θα υπερκαλύπτουν(ε) | να υπερκαλύπτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερκάλυψα | θα υπερκαλύψω | να υπερκαλύψω | υπερκαλύψει | ||
β' ενικ. | υπερκάλυψες | θα υπερκαλύψεις | να υπερκαλύψεις | υπερκάλυψε | ||
γ' ενικ. | υπερκάλυψε | θα υπερκαλύψει | να υπερκαλύψει | |||
α' πληθ. | υπερκαλύψαμε | θα υπερκαλύψουμε | να υπερκαλύψουμε | |||
β' πληθ. | υπερκαλύψατε | θα υπερκαλύψετε | να υπερκαλύψετε | υπερκαλύψτε | ||
γ' πληθ. | υπερκάλυψαν υπερκαλύψαν(ε) |
θα υπερκαλύψουν(ε) | να υπερκαλύψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπερκαλύψει | είχα υπερκαλύψει | θα έχω υπερκαλύψει | να έχω υπερκαλύψει | ||
β' ενικ. | έχεις υπερκαλύψει | είχες υπερκαλύψει | θα έχεις υπερκαλύψει | να έχεις υπερκαλύψει | έχε υπερκαλυμμένο | |
γ' ενικ. | έχει υπερκαλύψει | είχε υπερκαλύψει | θα έχει υπερκαλύψει | να έχει υπερκαλύψει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερκαλύψει | είχαμε υπερκαλύψει | θα έχουμε υπερκαλύψει | να έχουμε υπερκαλύψει | ||
β' πληθ. | έχετε υπερκαλύψει | είχατε υπερκαλύψει | θα έχετε υπερκαλύψει | να έχετε υπερκαλύψει | έχετε υπερκαλυμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν υπερκαλύψει | είχαν υπερκαλύψει | θα έχουν υπερκαλύψει | να έχουν υπερκαλύψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) υπερκαλυμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) υπερκαλυμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) υπερκαλυμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) υπερκαλυμμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπερκαλύπτομαι | υπερκαλυπτόμουν(α) | θα υπερκαλύπτομαι | να υπερκαλύπτομαι | ||
β' ενικ. | υπερκαλύπτεσαι | υπερκαλυπτόσουν(α) | θα υπερκαλύπτεσαι | να υπερκαλύπτεσαι | ||
γ' ενικ. | υπερκαλύπτεται | υπερκαλυπτόταν(ε) | θα υπερκαλύπτεται | να υπερκαλύπτεται | ||
α' πληθ. | υπερκαλυπτόμαστε | υπερκαλυπτόμαστε υπερκαλυπτόμασταν |
θα υπερκαλυπτόμαστε | να υπερκαλυπτόμαστε | ||
β' πληθ. | υπερκαλύπτεστε | υπερκαλυπτόσαστε υπερκαλυπτόσασταν |
θα υπερκαλύπτεστε | να υπερκαλύπτεστε | υπερκαλύπτεστε | |
γ' πληθ. | υπερκαλύπτονται | υπερκαλύπτονταν υπερκαλυπτόντουσαν |
θα υπερκαλύπτονται | να υπερκαλύπτονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπερκαλύφθηκα | θα υπερκαλυφθώ | να υπερκαλυφθώ | υπερκαλυφθεί | ||
β' ενικ. | υπερκαλύφθηκες | θα υπερκαλυφθείς | να υπερκαλυφθείς | υπερκαλύψου | ||
γ' ενικ. | υπερκαλύφθηκε | θα υπερκαλυφθεί | να υπερκαλυφθεί | |||
α' πληθ. | υπερκαλυφθήκαμε | θα υπερκαλυφθούμε | να υπερκαλυφθούμε | |||
β' πληθ. | υπερκαλυφθήκατε | θα υπερκαλυφθείτε | να υπερκαλυφθείτε | υπερκαλυφθείτε | ||
γ' πληθ. | υπερκαλύφθηκαν υπερκαλυφθήκαν(ε) |
θα υπερκαλυφθούν(ε) | να υπερκαλυφθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υπερκαλυφθεί | είχα υπερκαλυφθεί | θα έχω υπερκαλυφθεί | να έχω υπερκαλυφθεί | υπερκαλυμμένος | |
β' ενικ. | έχεις υπερκαλυφθεί | είχες υπερκαλυφθεί | θα έχεις υπερκαλυφθεί | να έχεις υπερκαλυφθεί | ||
γ' ενικ. | έχει υπερκαλυφθεί | είχε υπερκαλυφθεί | θα έχει υπερκαλυφθεί | να έχει υπερκαλυφθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υπερκαλυφθεί | είχαμε υπερκαλυφθεί | θα έχουμε υπερκαλυφθεί | να έχουμε υπερκαλυφθεί | ||
β' πληθ. | έχετε υπερκαλυφθεί | είχατε υπερκαλυφθεί | θα έχετε υπερκαλυφθεί | να έχετε υπερκαλυφθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υπερκαλυφθεί | είχαν υπερκαλυφθεί | θα έχουν υπερκαλυφθεί | να έχουν υπερκαλυφθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι υπερκαλυμμένος - είμαστε, είστε, είναι υπερκαλυμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν υπερκαλυμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν υπερκαλυμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι υπερκαλυμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι υπερκαλυμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι υπερκαλυμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι υπερκαλυμμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερκαλύπτω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ {σελ. 1040, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ υπερκαλύπτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας