ΔΦΑ : /i.peɾ.kaˈli.pto.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπερκαλύπτομαι

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

υπερκαλύπτομαι, π.αόρ.: υπερκαλύφθηκα, μτχ.π.π.: υπερκαλυμμένος