υπερκαλύπτομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.peɾ.kaˈli.pto.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐κα‐λύ‐πτο‐μαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
υπερκαλύπτομαι, π.αόρ.: υπερκαλύφθηκα, μτχ.π.π.: υπερκαλυμμένος
- παθητική φωνή του ρήματος υπερκαλύπτω