κεκαλυμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κεκαλυμμένος < αρχαία ελληνική κεκαλυμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου καλύπτω
Μετοχή
επεξεργασίακεκαλυμμένος, -η, -ο
- (λόγιο) που γίνεται με τρόπο συγκαλημμένο ή έμμεσο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- κεκαλυμμένα
- → δείτε τη λέξη καλύπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κεκαλυμμένος
|