Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεκαλυμμένος η κεκαλυμμένη το κεκαλυμμένο
      γενική του κεκαλυμμένου της κεκαλυμμένης του κεκαλυμμένου
    αιτιατική τον κεκαλυμμένο την κεκαλυμμένη το κεκαλυμμένο
     κλητική κεκαλυμμένε κεκαλυμμένη κεκαλυμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεκαλυμμένοι οι κεκαλυμμένες τα κεκαλυμμένα
      γενική των κεκαλυμμένων των κεκαλυμμένων των κεκαλυμμένων
    αιτιατική τους κεκαλυμμένους τις κεκαλυμμένες τα κεκαλυμμένα
     κλητική κεκαλυμμένοι κεκαλυμμένες κεκαλυμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κεκαλυμμένος < αρχαία ελληνική κεκαλυμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου καλύπτω

  Μετοχή επεξεργασία

κεκαλυμμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία