Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
litter litters

litter (en)

  • (μετρήσιμο) η γέννα, πλήθος μωρών ζώων που μια μητέρα γεννά την ίδια στιγμή
    ⮡  ten little pigs in a litter - δέκα γουρουνάκια σε μια γέννα
    ⮡  The dog had five puppies in one litter.
    H σκύλα έκανε πέντε σκυλάκια σε μία γέννα.
ενεστώτας litter
γ΄ ενικό ενεστώτα litters
αόριστος littered
παθητική μετοχή littered
ενεργητική μετοχή littering

litter (en)