smear
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsmear (en)
- σημάδι από κάποια ουσία που απλώνεται
- (ιατρική) το τεστ Παπανικολάου
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | smear |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smears |
αόριστος | smeared |
παθητική μετοχή | smeared |
ενεργητική μετοχή | smearing |
smear (en)
- (μεταβατικό) απλώνω μια ουσία (που βάφει ή λερώνει) πάνω σε μια επιφάνεια, αλείφω
- (μεταβατικό) βάφω ή λερώνω
- (μεταβατικό) σπιλώνω τη φήμη κάποιου, δυσφημώ
- The opposition party attempted to smear the candidate by spreading incorrect and unverifiable rumors about their personal behavior.
- → λείπει η μετάφραση
- The opposition party attempted to smear the candidate by spreading incorrect and unverifiable rumors about their personal behavior.
- (αμετάβατο) απλώνομαι και βάφω/λερώνω
- The paint is still wet — don't touch it or it will smear.
- → λείπει η μετάφραση
- The paint is still wet — don't touch it or it will smear.