Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /smɪə/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /smɪɚ/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

smear (en)

  1. σημάδι από κάποια ουσία που απλώνεται
    ⮡  This detergent cleans windows without leaving smears.
    λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα: streak
  2. (ιατρική) το τεστ Παπανικολάου
     συνώνυμα: Pap smear, Pap test
    ⮡  I'm going to the doctor's this afternoon for a smear.
    λείπει η μετάφραση
ενεστώτας smear
γ΄ ενικό ενεστώτα smears
αόριστος smeared
παθητική μετοχή smeared
ενεργητική μετοχή smearing

smear (en)

  1. (μεταβατικό) απλώνω μια ουσία (που βάφει ή λερώνει) πάνω σε μια επιφάνεια, αλείφω
    ⮡  The artist smeared paint over the canvas in broad strokes.
    λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα: spread, slather
  2. (μεταβατικό) βάφω ή λερώνω
    She smeared her lips with lipstick.
     συνώνυμα:  coat, cover και layer
  3. (μεταβατικό) σπιλώνω τη φήμη κάποιου, δυσφημώ
    The opposition party attempted to smear the candidate by spreading incorrect and unverifiable rumors about their personal behavior.
    λείπει η μετάφραση
  4. (αμετάβατο) απλώνομαι και βάφω/λερώνω
    The paint is still wet — don't touch it or it will smear.
    λείπει η μετάφραση