slather
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | slather |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slathers |
αόριστος | slathered |
παθητική μετοχή | slathered |
ενεργητική μετοχή | slathering |
Ρήμα
επεξεργασίαslather (en)
ενεστώτας | slather |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slathers |
αόριστος | slathered |
παθητική μετοχή | slathered |
ενεργητική μετοχή | slathering |
slather (en)