↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακρορρίζιο τα ακρορρίζια
      γενική του ακρορρίζιου
ακρορριζίου
των ακρορρίζιων
ακρορριζίων
    αιτιατική το ακρορρίζιο τα ακρορρίζια
     κλητική ακρορρίζιο ακρορρίζια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακρορρίζιο < (καθαρεύουσα) ἀκρορρίζιον με αποβολή του -ν. Μορφολογικά ακρο- (< άκρο) + ρίζα + -ιο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kɾoˈɾi.zi.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακρορρίζιο ουδέτερο

  1. (οδοντιατρική) το ακρότατο μέρος της ρίζας του δοντιού[1]
  2. (βοτανική) Το ακραίο τμήμα της ρίζας, που αποτελείται από την καλύπτρα και τη μεριστωματική ζώνη.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .