γυναίκα με μπούρκα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπούρκα οι μπούρκες
      γενική της μπούρκας των μπουρκών
    αιτιατική την μπούρκα τις μπούρκες
     κλητική μπούρκα μπούρκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπούρκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική burqa / burka < χίντι बुरक़ा (burqā) < ούρντου برقع ‎(burqa‘) < περσική برقع < αραβική برقع (burquʿ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπούρκα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία