μπούρκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπούρκα | οι | μπούρκες |
γενική | της | μπούρκας | των | μπουρκών |
αιτιατική | την | μπούρκα | τις | μπούρκες |
κλητική | μπούρκα | μπούρκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπούρκα θηλυκό
- (νεολογισμός) (ενδυμασία) εξάρτημα γυναικείας ενδυμασίας που καλύπτει σχεδόν όλο το πρόσωπο με αδιαφανές υλικό εκτός από μια μικρή περιοχή γύρω από τα μάτια που καλύπτεται με ημιδιαφανές υλικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπούρκα
|