ημιδιαφανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ημιδιαφανής | η | ημιδιαφανής | το | ημιδιαφανές |
γενική | του | ημιδιαφανούς* | της | ημιδιαφανούς | του | ημιδιαφανούς |
αιτιατική | τον | ημιδιαφανή | την | ημιδιαφανή | το | ημιδιαφανές |
κλητική | ημιδιαφανή(ς) | ημιδιαφανής | ημιδιαφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ημιδιαφανείς | οι | ημιδιαφανείς | τα | ημιδιαφανή |
γενική | των | ημιδιαφανών | των | ημιδιαφανών | των | ημιδιαφανών |
αιτιατική | τους | ημιδιαφανείς | τις | ημιδιαφανείς | τα | ημιδιαφανή |
κλητική | ημιδιαφανείς | ημιδιαφανείς | ημιδιαφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαημιδιαφανής < ημι- + διαφανής, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική semitransparent ή τη γαλλική demi-transparent [1]
Επίθετο
επεξεργασίαημιδιαφανής, -ής, -ές
- που επιτρέπει στο φως να περάσει από μέσα του κατά ένα μέρος
- ⮡ ημιδιαφανές πλαστικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ημιδιαφανής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ημιδιαφανής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας