πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιδιαφανής η ημιδιαφανής το ημιδιαφανές
      γενική του ημιδιαφανούς* της ημιδιαφανούς του ημιδιαφανούς
    αιτιατική τον ημιδιαφανή την ημιδιαφανή το ημιδιαφανές
     κλητική ημιδιαφανή(ς) ημιδιαφανής ημιδιαφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιδιαφανείς οι ημιδιαφανείς τα ημιδιαφανή
      γενική των ημιδιαφανών των ημιδιαφανών των ημιδιαφανών
    αιτιατική τους ημιδιαφανείς τις ημιδιαφανείς τα ημιδιαφανή
     κλητική ημιδιαφανείς ημιδιαφανείς ημιδιαφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ημιδιαφανής, -ής, -ές

  • που επιτρέπει στο φως να περάσει από μέσα του κατά ένα μέρος
      ημιδιαφανές πλαστικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία