φωτοδιαπερατός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φωτοδιαπερατός < φωτο- + διαπερατός
Επίθετο
επεξεργασίαφωτοδιαπερατός
- (τεχνολογία) (νεολογισμός) για υλικό που το διαπερνά το φως
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτοδιαπερατός
|