Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαπερατός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαπερατ
ός
η
διαπερατ
ή
το
διαπερατ
ό
γενική
του
διαπερατ
ού
της
διαπερατ
ής
του
διαπερατ
ού
αιτιατική
τον
διαπερατ
ό
τη
διαπερατ
ή
το
διαπερατ
ό
κλητική
διαπερατ
έ
διαπερατ
ή
διαπερατ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαπερατ
οί
οι
διαπερατ
ές
τα
διαπερατ
ά
γενική
των
διαπερατ
ών
των
διαπερατ
ών
των
διαπερατ
ών
αιτιατική
τους
διαπερατ
ούς
τις
διαπερατ
ές
τα
διαπερατ
ά
κλητική
διαπερατ
οί
διαπερατ
ές
διαπερατ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαπερατός
<
αρχαία ελληνική
διαπεράω
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
διαπερατός
που είναι δυνατόν να τον
διαπεράσεουν
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδιαπέρατος
/
αδιαπέραστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαπερατός
αγγλικά
:
permeable
(en)
γαλλικά
:
perméable
(fr)
,
pénétrable
(fr)