↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκαλυπτόμενος η αποκαλυπτόμενη το αποκαλυπτόμενο
      γενική του αποκαλυπτόμενου της αποκαλυπτόμενης του αποκαλυπτόμενου
    αιτιατική τον αποκαλυπτόμενο την αποκαλυπτόμενη το αποκαλυπτόμενο
     κλητική αποκαλυπτόμενε αποκαλυπτόμενη αποκαλυπτόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκαλυπτόμενοι οι αποκαλυπτόμενες τα αποκαλυπτόμενα
      γενική των αποκαλυπτόμενων των αποκαλυπτόμενων των αποκαλυπτόμενων
    αιτιατική τους αποκαλυπτόμενους τις αποκαλυπτόμενες τα αποκαλυπτόμενα
     κλητική αποκαλυπτόμενοι αποκαλυπτόμενες αποκαλυπτόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αποκαλυπτόμενος



  Μεταφράσεις

επεξεργασία