Γερμανικά (de)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΡήμαΕπεξεργασία

decken (de)

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • den Tisch decken - στρώνω το τραπέζι

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία