↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαυρομάνικος η μαυρομάνικη το μαυρομάνικο
      γενική του μαυρομάνικου της μαυρομάνικης του μαυρομάνικου
    αιτιατική τον μαυρομάνικο τη μαυρομάνικη το μαυρομάνικο
     κλητική μαυρομάνικε μαυρομάνικη μαυρομάνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαυρομάνικοι οι μαυρομάνικες τα μαυρομάνικα
      γενική των μαυρομάνικων των μαυρομάνικων των μαυρομάνικων
    αιτιατική τους μαυρομάνικους τις μαυρομάνικες τα μαυρομάνικα
     κλητική μαυρομάνικοι μαυρομάνικες μαυρομάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυρομάνικος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαυρομάνικος (μαχαίρι με μαύρη λαβή)[1][2]. Συγχρονικά αναλύεται σε μαυρο- + μανίκ(ι) + -ος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.vɾoˈma.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαυ‐ρο‐μά‐νι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

μαυρομάνικος, -η, -ο

  • (για μαχαίρι ή άλλο αντικείμενο[3][4]) με μαύρη λαβή
    μαυρομάνικο μαχαίρι, μαυρομάνικη κάμα
    Μαυρομάνικο μαχαίρι, παλιά από κέρατο ταύρου, το οποίο κατά τον μεσαιωνα το χρησιμοποιούσαν και στα μάγια ή στην παρασκευή βοτάνων θεωρώντας το τελετουργικά χρήσιμο.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. μαυρομάνικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. μαυρομάνικοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. μαυρομάνικος σελ.4499 -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
  4. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυρομάνικος < μαυρο- + μανίκ(ιν) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

μαυρομάνικος