Δείτε επίσης: Μαυρομάτης
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαυρομάτης η μαυρομάτα
μαυροματού
μαυροματούσα
το μαυρομάτικο
      γενική του μαυρομάτη της μαυρομάτας
μαυροματούς
μαυροματούσας
του μαυρομάτικου
    αιτιατική τον μαυρομάτη τη μαυρομάτα
μαυροματού
μαυροματούσα
το μαυρομάτικο
     κλητική μαυρομάτη μαυρομάτα
μαυροματού
μαυροματούσα
μαυρομάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαυρομάτηδες οι μαυρομάτες
μαυροματούδες
μαυροματούσες
τα μαυρομάτικα
      γενική των μαυρομάτηδων των
μαυροματούδων
των μαυρομάτικων
    αιτιατική τους μαυρομάτηδες τις μαυρομάτες
μαυροματούδες
μαυροματούσες
τα μαυρομάτικα
     κλητική μαυρομάτηδες μαυρομάτες
μαυροματούδες
μαυροματούσες
μαυρομάτικα
Το θηλυκό, σε , -ού και -ούσα.
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα 'ξανθομάλλης', Κατηγορία όπως «ξανθομάλλης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυρομάτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαυρομάτης. Συγχρονικά αναλύεται σε μαυρο- + -μάτης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.vɾoˈma.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαυ‐ρο‐μά‐της

  Επίθετο

επεξεργασία

μαυρομάτης, -α/ού/ούσα, -ικο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυρομάτης < μαυρο- + μάτ(ιν) + -ης < (ελληνιστική κοινήμαῦρος + ὀμμάτιον < αρχαία ελληνική ἀμαυρός + ὄμμα

  Επίθετο

επεξεργασία

μαυρομάτης

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία