μαυρομάτικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαυρομάτικα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μαυρομάτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαυρομάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (γενική: των μαυρομάτικων)
- φασόλια που έχουν μία σκούρα κηλίδα και ανήκουν στην ποικιλία "Bίγνα η ονυχωτή"
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαυρομάτικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμαυρομάτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μαυρομάτικο