Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυρομάτικα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου μαυρομάτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαυρομάτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (γενική: των μαυρομάτικων)

  • φασόλια που έχουν μία σκούρα κηλίδα και ανήκουν στην ποικιλία "Bίγνα η ονυχωτή"

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μαυρομάτικα