γουρλομάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γουρλομάτης | η | γουρλομάτα | το | γουρλομάτικο |
γενική | του | γουρλομάτη | της | γουρλομάτας | του | γουρλομάτικου |
αιτιατική | τον | γουρλομάτη | τη | γουρλομάτα | το | γουρλομάτικο |
κλητική | γουρλομάτη | γουρλομάτα | γουρλομάτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γουρλομάτηδες | οι | γουρλομάτες | τα | γουρλομάτικα |
γενική | των | γουρλομάτηδων | — | των | γουρλομάτικων | |
αιτιατική | τους | γουρλομάτηδες | τις | γουρλομάτες | τα | γουρλομάτικα |
κλητική | γουρλομάτηδες | γουρλομάτες | γουρλομάτικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γουρλομάτης < μεσαιωνική ελληνική γουρλομάτης < γουρλώνω (< γρυλώνω / γρυλλώνω < (ελληνιστική κοινή) γρῦλος / γρύλλος) + -μάτης (< μεσαιωνική ελληνική μάτιν < ὀμμάτιν < αρχαία ελληνική ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα < *ὄπ-μα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *op- / *okʷ-) + -ης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣuɾ.loˈma.tis/
Επίθετο
επεξεργασίαγουρλομάτης, -α, -ικο
- που έχει γουρλωμένα (εξογκωμένα) μάτια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγουρλομάτης αρσενικό (θηλυκό: γουρλομάτα)