γρῦλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | γρῦλος | οἱ | γρῦλοι |
γενική | τοῦ | γρύλου | τῶν | γρύλων |
δοτική | τῷ | γρύλῳ | τοῖς | γρύλοις |
αιτιατική | τὸν | γρῦλον | τοὺς | γρύλους |
κλητική ὦ! | γρῦλε | γρῦλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γρύλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γρύλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γρῦλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγρῦλος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γρῦλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γρῦλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.