↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξογκωμένος η εξογκωμένη το εξογκωμένο
      γενική του εξογκωμένου της εξογκωμένης του εξογκωμένου
    αιτιατική τον εξογκωμένο την εξογκωμένη το εξογκωμένο
     κλητική εξογκωμένε εξογκωμένη εξογκωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξογκωμένοι οι εξογκωμένες τα εξογκωμένα
      γενική των εξογκωμένων των εξογκωμένων των εξογκωμένων
    αιτιατική τους εξογκωμένους τις εξογκωμένες τα εξογκωμένα
     κλητική εξογκωμένοι εξογκωμένες εξογκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξογκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξογκώνω

εξογκωμένος, -η, -ο

  1. που έχει εξογκωθεί, του οποίου ο όγκος έχει αυξηθεί
  2. πρησμένος
  3. (μεταφορικά) μεγαλοποιημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία