εξογκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξογκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξογκώνω
Μετοχή
επεξεργασίαεξογκωμένος, -η, -ο
- που έχει εξογκωθεί, του οποίου ο όγκος έχει αυξηθεί
- πρησμένος
- (μεταφορικά) μεγαλοποιημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξογκωμένος
|