γουρλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γουρλώνω < μεσαιωνική ελληνική γρυλώνω < (ελληνιστική κοινή) γρύλλος
Ρήμα
επεξεργασίαγουρλώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γουρλώνω | γούρλωνα | θα γουρλώνω | να γουρλώνω | γουρλώνοντας | |
β' ενικ. | γουρλώνεις | γούρλωνες | θα γουρλώνεις | να γουρλώνεις | γούρλωνε | |
γ' ενικ. | γουρλώνει | γούρλωνε | θα γουρλώνει | να γουρλώνει | ||
α' πληθ. | γουρλώνουμε | γουρλώναμε | θα γουρλώνουμε | να γουρλώνουμε | ||
β' πληθ. | γουρλώνετε | γουρλώνατε | θα γουρλώνετε | να γουρλώνετε | γουρλώνετε | |
γ' πληθ. | γουρλώνουν(ε) | γούρλωναν γουρλώναν(ε) |
θα γουρλώνουν(ε) | να γουρλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γούρλωσα | θα γουρλώσω | να γουρλώσω | γουρλώσει | ||
β' ενικ. | γούρλωσες | θα γουρλώσεις | να γουρλώσεις | γούρλωσε | ||
γ' ενικ. | γούρλωσε | θα γουρλώσει | να γουρλώσει | |||
α' πληθ. | γουρλώσαμε | θα γουρλώσουμε | να γουρλώσουμε | |||
β' πληθ. | γουρλώσατε | θα γουρλώσετε | να γουρλώσετε | γουρλώστε | ||
γ' πληθ. | γούρλωσαν γουρλώσαν(ε) |
θα γουρλώσουν(ε) | να γουρλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γουρλώσει | είχα γουρλώσει | θα έχω γουρλώσει | να έχω γουρλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γουρλώσει | είχες γουρλώσει | θα έχεις γουρλώσει | να έχεις γουρλώσει | έχε γουρλωμένο | |
γ' ενικ. | έχει γουρλώσει | είχε γουρλώσει | θα έχει γουρλώσει | να έχει γουρλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γουρλώσει | είχαμε γουρλώσει | θα έχουμε γουρλώσει | να έχουμε γουρλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γουρλώσει | είχατε γουρλώσει | θα έχετε γουρλώσει | να έχετε γουρλώσει | έχετε γουρλωμένο | |
γ' πληθ. | έχουν γουρλώσει | είχαν γουρλώσει | θα έχουν γουρλώσει | να έχουν γουρλώσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γουρλωμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γουρλωμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γουρλωμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γουρλωμένο |