Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουρλωμένος η γουρλωμένη το γουρλωμένο
      γενική του γουρλωμένου της γουρλωμένης του γουρλωμένου
    αιτιατική τον γουρλωμένο τη γουρλωμένη το γουρλωμένο
     κλητική γουρλωμένε γουρλωμένη γουρλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουρλωμένοι οι γουρλωμένες τα γουρλωμένα
      γενική των γουρλωμένων των γουρλωμένων των γουρλωμένων
    αιτιατική τους γουρλωμένους τις γουρλωμένες τα γουρλωμένα
     κλητική γουρλωμένοι γουρλωμένες γουρλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γουρλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γουρλώνω

  Μετοχή επεξεργασία

γουρλωμένος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία