γουρλωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γουρλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γουρλώνω
Μετοχή επεξεργασία
γουρλωμένος, -η, -ο
- που έχει γουρλώσει, που έχει τα μάτια ορθάνοιχτα (από τρόμο ή έκπληξη)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γουρλώνω