Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορθάνοιχτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ορθάνοιχτ
ος
η
ορθάνοιχτ
η
το
ορθάνοιχτ
ο
γενική
του
ορθάνοιχτ
ου
της
ορθάνοιχτ
ης
του
ορθάνοιχτ
ου
αιτιατική
τον
ορθάνοιχτ
ο
την
ορθάνοιχτ
η
το
ορθάνοιχτ
ο
κλητική
ορθάνοιχτ
ε
ορθάνοιχτ
η
ορθάνοιχτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ορθάνοιχτ
οι
οι
ορθάνοιχτ
ες
τα
ορθάνοιχτ
α
γενική
των
ορθάνοιχτ
ων
των
ορθάνοιχτ
ων
των
ορθάνοιχτ
ων
αιτιατική
τους
ορθάνοιχτ
ους
τις
ορθάνοιχτ
ες
τα
ορθάνοιχτ
α
κλητική
ορθάνοιχτ
οι
ορθάνοιχτ
ες
ορθάνοιχτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ορθάνοιχτος
<
ορθ(ός)
+
ανοιχτός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
oɾˈθa.ni.xtos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
ορ
‐
θά
‐
νοι
‐
χτος
Επίθετο
επεξεργασία
ορθάνοιχτος
, -η, -ο
(
χωρίς παραθετικά
)
(
επιτατικό επίθετο
)
τελείως
ανοιχτός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ορθάνοιχτος
αγγλικά
:
wide
(en)
open
(en)
γαλλικά
:
grand ouvert
(fr)
τσεχικά
:
dokořán
(cs)
τουρκικά
:
apaçık
(tr)