Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γούρλωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γούρλωμα
τα
γουρλώμα
τ
α
γενική
του
γουρλώμα
τ
ος
των
γουρλωμά
τ
ων
αιτιατική
το
γούρλωμα
τα
γουρλώμα
τ
α
κλητική
γούρλωμα
γουρλώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γούρλωμα
<
γουρλώνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γούρλωμα
ουδέτερο
το να
γουρλώνει
κανείς τα
μάτια
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
γουρλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γούρλωμα
αγγλικά
:
goggle
(en)