↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουρλομάτικος η γουρλομάτικη το γουρλομάτικο
      γενική του γουρλομάτικου της γουρλομάτικης του γουρλομάτικου
    αιτιατική τον γουρλομάτικο τη γουρλομάτικη το γουρλομάτικο
     κλητική γουρλομάτικε γουρλομάτικη γουρλομάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουρλομάτικοι οι γουρλομάτικες τα γουρλομάτικα
      γενική των γουρλομάτικων των γουρλομάτικων των γουρλομάτικων
    αιτιατική τους γουρλομάτικους τις γουρλομάτικες τα γουρλομάτικα
     κλητική γουρλομάτικοι γουρλομάτικες γουρλομάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γουρλομάτικος < γουρλομάτης + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

γουρλομάτικος, -η, -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γουρλομάτικος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία