μαυραγορίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαυραγορίτης < (μαύρη αγορά) μαυρ- + αγορ(ά) + -ίτης,
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαυραγορίτης αρσενικό (θηλυκό μαυραγορίτισσα)
- αυτός που εμπορεύεται και πουλάει προϊόντα στη μαύρη αγορά
- οι μαυραγορίτες της Κατοχής
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαυραγορίτης