Μαυροθαλασσίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.vɾo.θa.laˈsi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαυ‐ρο‐θα‐λασ‐σί‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Μαυροθαλασσίτης < Μαύρη Θάλασσα, μαυρο- + θάλασσ(α) + -ίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαυροθαλασσίτης αρσενικό (θηλυκό Μαυροθαλασσίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο καταγόμενος από τις παράλιες περιοχές της Μαύρης Θάλασσας
- ※ Για τους περισσότερους οι Βαλκανικοί και ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν η κομβική εμπειρία της ενήλικης ζωής τους. Όμως η ταξική προέλευση, η τοπική ταυτότητα και η εθνοτική τους καταγωγή ήταν κάπως διαφορετικές: οι περισσότεροι ήταν παιδιά τεχνιτών ή μικρεμπόρων και, μολονότι ήταν όλοι τους σουνίτες μουσουλμάνοι, κάποιοι ήταν Κιρκάσιοι από τον Βόρειο Καύκασο, άλλοι Μαυροθαλασσίτες κι άλλοι από τα παράλια του Αιγαίου.
- Gerwarth, R., & Ungör, U. Ümit. (2015). Αυτοκρατορική αποκάλυψη: η κατάρρευση της Οθωμανικής και της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και η κυριαρχία της βίας στα διάδοχα κράτη. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 32. σελ. 34
- ※ Για τους περισσότερους οι Βαλκανικοί και ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν η κομβική εμπειρία της ενήλικης ζωής τους. Όμως η ταξική προέλευση, η τοπική ταυτότητα και η εθνοτική τους καταγωγή ήταν κάπως διαφορετικές: οι περισσότεροι ήταν παιδιά τεχνιτών ή μικρεμπόρων και, μολονότι ήταν όλοι τους σουνίτες μουσουλμάνοι, κάποιοι ήταν Κιρκάσιοι από τον Βόρειο Καύκασο, άλλοι Μαυροθαλασσίτες κι άλλοι από τα παράλια του Αιγαίου.
Συγγενικά
επεξεργασία- Μαύρη Θάλασσα
- μαυροθαλασσίτικος
- Μαυροθαλασσίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μαυροθαλασσίτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μαυροθαλασσίτης | οι | Μαυροθαλασσίτηδες |
γενική | του | Μαυροθαλασσίτη* | των | Μαυροθαλασσίτηδων |
αιτιατική | τον | Μαυροθαλασσίτη | τους | Μαυροθαλασσίτηδες |
κλητική | Μαυροθαλασσίτη | Μαυροθαλασσίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Μαυροθαλασσίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Μαυροθαλασσίτης < πατριδωνυμικό Μαυροθαλασσίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαυροθαλασσίτης αρσενικό (θηλυκό Μαυροθαλασσίτη ή Μαυροθαλασσίτου)