↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαυροθαλασσίτικος η μαυροθαλασσίτικη το μαυροθαλασσίτικο
      γενική του μαυροθαλασσίτικου της μαυροθαλασσίτικης του μαυροθαλασσίτικου
    αιτιατική τον μαυροθαλασσίτικο τη μαυροθαλασσίτικη το μαυροθαλασσίτικο
     κλητική μαυροθαλασσίτικε μαυροθαλασσίτικη μαυροθαλασσίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαυροθαλασσίτικοι οι μαυροθαλασσίτικες τα μαυροθαλασσίτικα
      γενική των μαυροθαλασσίτικων των μαυροθαλασσίτικων των μαυροθαλασσίτικων
    αιτιατική τους μαυροθαλασσίτικους τις μαυροθαλασσίτικες τα μαυροθαλασσίτικα
     κλητική μαυροθαλασσίτικοι μαυροθαλασσίτικες μαυροθαλασσίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυροθαλασσίτικος < Μαυροθαλασσίτ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.vɾo.θa.laˈsi.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαυ‐ρο‐θα‐λασ‐σί‐τι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

μαυροθαλασσίτικος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)