Μαυροθαλασσίτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μαυροθαλασσίτισσα < Μαυροθαλασσίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.vɾo.θa.laˈsi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαυ‐ρο‐θα‐λα‐σί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαυροθαλασσίτισσα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- μαυροθαλασσίτικος
- → και δείτε τη λέξη Μαύρη Θάλασσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μαυροθαλασσίτης
Μαυροθαλασσίτισσα
|