καραμπογιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καραμπογιά | οι | καραμπογιές |
γενική | της | καραμπογιάς | των | καραμπογιών |
αιτιατική | την | καραμπογιά | τις | καραμπογιές |
κλητική | καραμπογιά | καραμπογιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακαραμπογιά θηλυκό
- θειικό υποξείδιο του σιδήρου, που χρησιμοποιείται για να βάψουμε κάτι μαύρο
- μαύρη μπογιά, μαύρη βαφή ή γενικά οτιδήποτε είναι βαμμένο μαύρο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καραμπογιά
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014