• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καρα-

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Πρόθημα
      • 1.3.1 Σύνθετα
      • 1.3.2 Δείτε επίσης
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καρα- < (άμεσο δάνειο) τουρκική kara- < kara (μαύρος)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρα-

  ΠρόθημαΕπεξεργασία

καρα- ή καρά-

  1. επιτατικό σε λέξεις κυρίως με αρνητικό, υβριστικό χαρακτήρα
    καράβλαχος
    καραπουτάνα
  2. πρόθημα που δίνει τη σημασία του μαύρος (και σε λέξεις τουρκικής καταγωγής)
    καραμπογιά
    καραγκιόζης (μαυρομάτης)
    καραμπουζουκλής
    Καράγιωργας (και σε επώνυμα)

ΣύνθεταΕπεξεργασία

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καρα- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καρά- στο Βικιλεξικό

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • καραμανλίδικος < Καραμανία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καρα-
  • τουρκικά : kara- (tr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καρα-&oldid=5480858"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 22:33
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 22:33.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie