Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καράβλαχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
καράβλαχ
ος
οι
καράβλαχ
οι
γενική
του
καράβλαχ
ου
των
καράβλαχ
ων
αιτιατική
τον
καράβλαχ
ο
τους
καράβλαχ
ους
κλητική
καράβλαχ
ε
καράβλαχ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
καράβλαχος
<
καρά-
+
βλάχος
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
kaˈɾa.vla.xos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
κα‐ρά‐βλ‐χος
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
καράβλαχος
αρσενικό
(
μειωτικό
) άνθρωπος
άξεστος
ή/και
αγροίκος
, ο οποίος προέρχεται από περιοχή κτηνοτρόφων
Συνώνυμα
Επεξεργασία
μπουρτζόβλαχος
μπαστουνόβλαχος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
καράβλαχος
→
δείτε
τις λέξεις
άξεστος
και
αγροίκος