• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καράβλαχος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καράβλαχος οι καράβλαχοι
      γενική του καράβλαχου των καράβλαχων
    αιτιατική τον καράβλαχο τους καράβλαχους
     κλητική καράβλαχε καράβλαχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καράβλαχος < καρά- + βλάχος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈɾa.vla.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρά‐βλ‐χος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

καράβλαχος αρσενικό

  • (μειωτικό) άνθρωπος άξεστος ή/και αγροίκος, ο οποίος προέρχεται από περιοχή κτηνοτρόφων

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • μπουρτζόβλαχος
  • μπαστουνόβλαχος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    καράβλαχος
  • → δείτε τις λέξεις άξεστος και αγροίκος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καράβλαχος&oldid=5531648"
Τελευταία επεξεργασία στις 7 Φεβρουαρίου 2022, στις 14:06

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 7 Φεβρουαρίου 2022, στις 14:06.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie