μπαστουνόβλαχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαστουνόβλαχος αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κουτσόβλαχος (Αρμάνος)
- αρβανιτόβλαχος (Ρεμένος)
- αρβαντόβλαχος (ιδιωματικό)
μπαστουνόβλαχος αρσενικό