βλάχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βλάχος | οι | βλάχοι |
γενική | του | βλάχου | των | βλάχων |
αιτιατική | τον | βλάχο | τους | βλάχους |
κλητική | βλάχο | βλάχοι | ||
όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βλάχος < μεσαιωνική ελληνική Βλάχος < πρωτοσλαβική *volxъ < πρωτογερμανική *walhaz (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βλάχος αρσενικό (θηλυκό: βλάχα)
- που εκτός από τη μητρική του γλώσσα (π.χ. ελληνικά) μιλάει και τη βλάχικη
- (μεταφορικά) επαρχιώτης
- (μεταφορικά) (μειωτικό) που δεν έχει αποκτήσει τους τρόπους, τη νοοτροπία και την προφορά των κατοίκων της πρωτεύουσας
- (ιχθυολογία) είδος ψαριού (Polyprion americanum - Πολυπρίων ο αμερικανός), συγγενές του ροφού, της σφυρίδας και της στήρας, ανήκει στην οικογένεια των σερανιδών
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- εμείς οι βλάχοι, όπως λάχει: το λέει κάποιος που είναι βολικός και προσαρμόζεται εύκολα
- πονηρός ο βλάχος: λέγεται για κάποιον που τελικά φέρθηκε έξυπνα
Επεξεργασία
- βλαχαδερό, βλαχαντερό
- βλαχάκι, βλαχόπουλο, βλαχοπούλα
- βλαχάρα
- Βλαχιά
- βλαχιά
- Βλαχία
- βλάχικος
- Βλάχικα
- βλάχικα
- βλαχο-
- Βλάχος - Βλάχα
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δίγλωσσος
2, 3
|