Δείτε επίσης: Βλάχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βλάχος οι βλάχοι
      γενική του βλάχου των βλάχων
    αιτιατική τον βλάχο τους βλάχους
     κλητική βλάχο βλάχοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Το ψάρι βλάχος Polyprion americanus

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλάχος < μεσαιωνική ελληνική Βλάχος < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική влахъ (vlaxŭ) < πρωτοσλαβική *volxъ < πρωτογερμανική *walhaz[1] (ξένος, Κέλτης, Ρωμαίος, μη Γερμανός) < (πιθανώς) πρωτοκελτική *wolkos (γεράκι) ή *ulkʷos (λύκος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvla.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλά‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλάχος αρσενικό (θηλυκό: βλάχα, βλαχοπούλα· ουδέτερο: βλαχόπουλο, βλαχάκι)

  1. που εκτός από τη μητρική του γλώσσα (π.χ. ελληνικά) μιλάει και τη βλάχικη
  2. που ασχολείται με τη ποιμενική εργασία
  3. (μεταφορικά) επαρχιώτης
     συνώνυμα: χωριάτης
     αντώνυμα: πρωτευουσιάνος
  4. (μεταφορικά, μειωτικό) που δεν έχει αποκτήσει τους τρόπους, τη νοοτροπία και την προφορά των κατοίκων της πρωτεύουσας
     συνώνυμα: αγροίκος, άξεστος
  5. (ψάρι) είδος ψαριού (Polyprion americanum - Πολυπρίων ο αμερικανός), συγγενές του ροφού, της σφυρίδας και της στήρας, ανήκει στην οικογένεια των σερανιδών
     συνώνυμα: πίγκα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • εμείς οι βλάχοι, όπως λάχει: το λέει κάποιος που είναι βολικός και προσαρμόζεται εύκολα
  • πονηρός ο βλάχος: λέγεται για κάποιον που τελικά φέρθηκε έξυπνα

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Φάνης Δασούλας, «Οι μεσαιωνικές κοινωνίες των Βλάχων», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 16 (Θεσσαλονίκη 2005–2014) 9, υποσημείωση 2.