βλάχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βλάχος | οι | βλάχοι |
γενική | του | βλάχου | των | βλάχων |
αιτιατική | τον | βλάχο | τους | βλάχους |
κλητική | βλάχο | βλάχοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βλάχος → δείτε τη λέξη Βλάχος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈvla.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλά‐χος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβλάχος αρσενικό (θηλυκό: βλάχα, βλαχοπούλα· ουδέτερο: βλαχόπουλο, βλαχάκι)
- που εκτός από τη μητρική του γλώσσα (π.χ. ελληνικά) μιλάει και τη βλάχικη
- που ασχολείται με τη ποιμενική εργασία
- (μεταφορικά) επαρχιώτης
- (μεταφορικά, μειωτικό) που δεν έχει αποκτήσει τους τρόπους, τη νοοτροπία και την προφορά των κατοίκων της πρωτεύουσας
- (ψάρι) είδος ψαριού (Polyprion americanum - Πολυπρίων ο αμερικανός), συγγενές του ροφού, της σφυρίδας και της στήρας, ανήκει στην οικογένεια των σερανιδών
- για το εθνικό όνομα → δείτε τη λέξη Βλάχος
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- βλαχο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βλαχο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
- -βλαχος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -βλαχος στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
- αρβανιτόβλαχος (Ρεμένος)
- αρβαντόβλαχος (ιδιωματικό)
- αρχοντόβλαχος
- μπαστουνόβλαχος (μειωτικό)
- μπουρτζόβλαχος (σκωπτικό, μειωτικό)
- καράβλαχος (μειωτικό)
- κουτσόβλαχος (Αρμάνος)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- βλάχος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία δίγλωσσος
μεταφορικές σημασίες
|
ψάρι
Πηγές
επεξεργασία- βλάχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βλάχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)