Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοιχογραφημένος η τοιχογραφημένη το τοιχογραφημένο
      γενική του τοιχογραφημένου της τοιχογραφημένης του τοιχογραφημένου
    αιτιατική τον τοιχογραφημένο την τοιχογραφημένη το τοιχογραφημένο
     κλητική τοιχογραφημένε τοιχογραφημένη τοιχογραφημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοιχογραφημένοι οι τοιχογραφημένες τα τοιχογραφημένα
      γενική των τοιχογραφημένων των τοιχογραφημένων των τοιχογραφημένων
    αιτιατική τους τοιχογραφημένους τις τοιχογραφημένες τα τοιχογραφημένα
     κλητική τοιχογραφημένοι τοιχογραφημένες τοιχογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

τοιχογραφημένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία