τοιχογράφημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοιχογράφημα < τοιχογραφώ + -μα (2. (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Wandgemälde[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
τοιχογράφημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του τοιχογραφώ
- άλλες μορφές: τοιχογραφία
- (λόγιο) το γκράφιτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοιχογράφημα
|
- ↑ τοιχογράφημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)