Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκράφιτι < (άμεσο δάνειο) αγγλική graffiti (< ιταλική graffiti, πληθυντικός του graffito)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκράφιτι ουδέτερο άκλιτο

  1. μορφή τέχνης που συνίσταται στη ζωγραφική, ή στην αναγραφή και σχεδιασμό κειμένου, σε τοίχο ή άλλη επιφάνεια σε δημόσια θέα, που συνήθως πραγματοποιείται χωρίς άδεια
  2. κάθε συγκεκριμένη ζωγραφική ή αναγραφή σε τοίχο, που συχνά θεωρείται και βανδαλισμός

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία